Μαλλιά
Τα μαλλιά χρωματίζονταν μαύρα με διάφορα εκχυλίσματα λαχανικών ή με λειχήνες σε αποσύνθεση. Από τις πηγές μαθαίνουμε για τους μπλε καρπούς της μυρτιάς ή την τριμμένη κουφοξυλιά ή τους καρπούς βάτου ή τα βρασμένα φύλλα φασκομηλιάς για το μαύρο χρώμα.
Τα ξανθιά μαλλιά ήταν επίσης δημοφιλή στην αρχαία Ελλάδα και έτσι ο Μένανδρος αναφέρεται στη σχετική διαδικασία που προϋπέθετε την έκθεση στον ήλιο για κάποιες ώρες ώστε να ξανθύνει το μαλλί, μετά από λούσιμο με μία συγκεκριμένη αλοιφή.
Ο Μένανδρος δεν μας παραδίδει την εν λόγω συνταγή, αλλά ίσως να ήταν η ίδια μ' αυτή που διασώζεται από τον 1ο αι. π.Χ., η οποία παραπέμπει πιθανόν σε συνταγή της αρχαιότητας:
"Πάρε στεγνά cauls από την Ανατολή, τρίψ' τα μέχρι να γίνουν σκόνη και ανακάτεψε με ίση ποσότητα κρόκου βρασμένου αβγού και αφού ολοκληρώσεις ανακάτεψε με άγριο μέλι. Άπλωσέ το στο κεφάλι το απόγευμα και τύλιξε το κεφάλι με ένα μαντήλι. Το επόμενο πρωί λούσε τα μαλλιά με ελαιόλαδο και σαπούνισε με καθαρό νερό. Όλα με προσοχή για να μην πάθεις έγκαυμα από τον ήλιο".
Για την τριχόπτωση χρησιμοποιούσαν αλόη αναμεμειγμένη με κρασί ή τιθύμαλλο δενδρίτη, ενώ χυμό καπνού χρησιμοποιούσαν για να εμποδίσουν το ξαναφύτρωμα των βγαλμένων φρυδιών και στάχτη τριανταφυλλόμηλου με μέλι για τη φαλάκρα. Γενικά για την περιττή τριχοφυΐα χρησιμοποιούνταν τα τσιμπιδάκια.
Η τριχόπτωση προλαμβάνονταν μέσω ενός μείγματος από λάδανο και σμύρνα, ενώ το γκριζάρισμα του μαλλιού με συχνό μασάζ με λίπος αρκούδας ή με αλοιφές που παράγονταν από σκουλήκια. Τα ψεύτικα μαλλιά εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, αλλά δεν ήταν συνήθη μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.
Δέρμα
Τα αιθέρια έλαια και οι διάφορες κρέμες προστάτευαν το σώμα από ρυτίδες, δερματοπάθειες, ξηρασία, με στόχο μία ελκυστική αλλά και περιποιημένη εμφάνιση. Οι αρχαίες Ελληνίδες έβαζαν στο πρόσωπό τους μάσκα κυρίως αποτελούμενη από πλιγούρι την οποία κρατούσαν στο πρόσωπο όλη τη νύχτα και την αφαιρούσαν το πρωί με γάλα. Τέτοιου είδους μάσκες χρησιμοποιούνταν για να αφαιρέσουν κάθε είδος κηλίδας από το πρόσωπο, όπως και χυμό από αγριοστάφυλλα για τις φακίδες και τους λεκέδες του δέρματος. Ο Διοσκουρίδης προτείνει μάσκα από Χιώτικη γη, κυρίως καολίνη, την οποία ανακάτευαν με ίση ποσότητα από κολοφώνιο και telinon από αλοιφές τριαντάφυλλου που είχε αποχρωματιστεί στον ήλιο. Το μείγμα αυτό απομάκρυνε τις φακίδες και τα σημάδια. Κάποιες φορές προστίθετο μέλι, το ασπράδι του αβγού, τα ψίχουλα του ψωμιού ή του ζυμαριού, traganth ρετσίνι και γάλα γαϊδούρας. Οι αρχαίες Ελληνίδες ήταν οι πρώτες που υιοθέτησαν άσπρο μόλυβδο για να λευκαίνουν το πρόσωπό τους. Και παρότι κατά καιρούς σ' αυτό οφειλόταν διάφοροι θάνατοι από δηλητηριάσεις, ο μόλυβδος παρέμεινε δημοφιλής για πολλούς αιώνες. Μάλιστα άσπρος μόλυβδος έχει έρθει στο φως με τη μορφή στρόγγυλων δισκίων σε αθηναϊκούς τάφους του 3ου αι. π.Χ. Οι άσπρες κηλίδες των νυχιών καταπολεμούνταν με καταπλάσματα από φύλλα κηρίθνου ελάσσονα ανακατεμένα με ξύδι, ενώ για τον ιδρώτα χρησιμοποιούσαν χυμό από ρίζες χρυσάγκαθου βρασμένες με κρασί για μετά το μπάνιο.
Βάψιμο
Για τον καλλωπισμό των ματιών χρησιμοποιούσαν χυμό από καρπούς ευθαλείας, εκχύλισμα από φύλλα χέννας για το βάψιμο των χεριών, ενώ από την άγχουσα έφτιαχναν το κοκκινάδι για το βάψιμο του προσώπου. Μετά την απομάκρυνση της μάσκας από πλιγούρι την οποία κρατούσαν στο πρόσωπο όλη τη νύχτα και την αφαιρούσαν το πρωί με γάλα, έβαζαν άσπρη σκόνη από μόλυβδο, έπειτα ρουζ, σκιές για τα μάτια και τα φρύδια. Η περιποίηση των νυχιών στα χέρια και τα πόδια έπαιζε επίσης ένα σημαντικό ρόλο, καθώς μάλιστα δεν φοριόταν γυναικείες κάλτσες. Στην πυξίδα, το καλλυντικό αυτό αγγείο, έχουν βρεθεί ίχνη ρουζ, το οποίο στην πρώιμη ελληνική αρχαιότητα προέρχονταν από εκχυλίσματα διαφόρων φυτών, μεταξύ των οποίων τα φύκια, ένα είδος λειχήνας, αλλά και το εκχύλισμα από την πορφύρα. Αργότερα για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούνταν διάφορα ορυκτά, όπως η κιννάβαρις.
Οι βαφές των ματιών παράγονταν από γαληνίτη και subnite, αλλά ιδιαίτερη προτίμηση υπήρχε στη στάχτη, κυρίως αυτή που προέρχονταν από ψίχα καρυδιού, αμυγδάλου ή φύλλων τριαντάφυλλου. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι φρύδια που ενώνονται, αποτελούν ένδειξη μίας εκρηκτικής προσωπικότητας και έτσι κάτι τέτοιο διαμορφώνονταν μέσω του βαψίματος.
Στην Ελλάδα αυτές οι διαδικασίες ομορφιάς υλοποιούνταν βασικά από τους σκλάβους υπηρέτες του σπιτιού, αλλά με το πέρασμα των χρόνων, όσο η τρυφή και η πολυτέλεια αυξάνονταν, απαιτούνταν και ένα σύνολο σκλάβων ειδικών στις περιποιήσεις του είδους.
Τα μαλλιά χρωματίζονταν μαύρα με διάφορα εκχυλίσματα λαχανικών ή με λειχήνες σε αποσύνθεση. Από τις πηγές μαθαίνουμε για τους μπλε καρπούς της μυρτιάς ή την τριμμένη κουφοξυλιά ή τους καρπούς βάτου ή τα βρασμένα φύλλα φασκομηλιάς για το μαύρο χρώμα.
Τα ξανθιά μαλλιά ήταν επίσης δημοφιλή στην αρχαία Ελλάδα και έτσι ο Μένανδρος αναφέρεται στη σχετική διαδικασία που προϋπέθετε την έκθεση στον ήλιο για κάποιες ώρες ώστε να ξανθύνει το μαλλί, μετά από λούσιμο με μία συγκεκριμένη αλοιφή.
Ο Μένανδρος δεν μας παραδίδει την εν λόγω συνταγή, αλλά ίσως να ήταν η ίδια μ' αυτή που διασώζεται από τον 1ο αι. π.Χ., η οποία παραπέμπει πιθανόν σε συνταγή της αρχαιότητας:
"Πάρε στεγνά cauls από την Ανατολή, τρίψ' τα μέχρι να γίνουν σκόνη και ανακάτεψε με ίση ποσότητα κρόκου βρασμένου αβγού και αφού ολοκληρώσεις ανακάτεψε με άγριο μέλι. Άπλωσέ το στο κεφάλι το απόγευμα και τύλιξε το κεφάλι με ένα μαντήλι. Το επόμενο πρωί λούσε τα μαλλιά με ελαιόλαδο και σαπούνισε με καθαρό νερό. Όλα με προσοχή για να μην πάθεις έγκαυμα από τον ήλιο".
Για την τριχόπτωση χρησιμοποιούσαν αλόη αναμεμειγμένη με κρασί ή τιθύμαλλο δενδρίτη, ενώ χυμό καπνού χρησιμοποιούσαν για να εμποδίσουν το ξαναφύτρωμα των βγαλμένων φρυδιών και στάχτη τριανταφυλλόμηλου με μέλι για τη φαλάκρα. Γενικά για την περιττή τριχοφυΐα χρησιμοποιούνταν τα τσιμπιδάκια.
Η τριχόπτωση προλαμβάνονταν μέσω ενός μείγματος από λάδανο και σμύρνα, ενώ το γκριζάρισμα του μαλλιού με συχνό μασάζ με λίπος αρκούδας ή με αλοιφές που παράγονταν από σκουλήκια. Τα ψεύτικα μαλλιά εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, αλλά δεν ήταν συνήθη μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.
Δέρμα
Τα αιθέρια έλαια και οι διάφορες κρέμες προστάτευαν το σώμα από ρυτίδες, δερματοπάθειες, ξηρασία, με στόχο μία ελκυστική αλλά και περιποιημένη εμφάνιση. Οι αρχαίες Ελληνίδες έβαζαν στο πρόσωπό τους μάσκα κυρίως αποτελούμενη από πλιγούρι την οποία κρατούσαν στο πρόσωπο όλη τη νύχτα και την αφαιρούσαν το πρωί με γάλα. Τέτοιου είδους μάσκες χρησιμοποιούνταν για να αφαιρέσουν κάθε είδος κηλίδας από το πρόσωπο, όπως και χυμό από αγριοστάφυλλα για τις φακίδες και τους λεκέδες του δέρματος. Ο Διοσκουρίδης προτείνει μάσκα από Χιώτικη γη, κυρίως καολίνη, την οποία ανακάτευαν με ίση ποσότητα από κολοφώνιο και telinon από αλοιφές τριαντάφυλλου που είχε αποχρωματιστεί στον ήλιο. Το μείγμα αυτό απομάκρυνε τις φακίδες και τα σημάδια. Κάποιες φορές προστίθετο μέλι, το ασπράδι του αβγού, τα ψίχουλα του ψωμιού ή του ζυμαριού, traganth ρετσίνι και γάλα γαϊδούρας. Οι αρχαίες Ελληνίδες ήταν οι πρώτες που υιοθέτησαν άσπρο μόλυβδο για να λευκαίνουν το πρόσωπό τους. Και παρότι κατά καιρούς σ' αυτό οφειλόταν διάφοροι θάνατοι από δηλητηριάσεις, ο μόλυβδος παρέμεινε δημοφιλής για πολλούς αιώνες. Μάλιστα άσπρος μόλυβδος έχει έρθει στο φως με τη μορφή στρόγγυλων δισκίων σε αθηναϊκούς τάφους του 3ου αι. π.Χ. Οι άσπρες κηλίδες των νυχιών καταπολεμούνταν με καταπλάσματα από φύλλα κηρίθνου ελάσσονα ανακατεμένα με ξύδι, ενώ για τον ιδρώτα χρησιμοποιούσαν χυμό από ρίζες χρυσάγκαθου βρασμένες με κρασί για μετά το μπάνιο.
Βάψιμο
Για τον καλλωπισμό των ματιών χρησιμοποιούσαν χυμό από καρπούς ευθαλείας, εκχύλισμα από φύλλα χέννας για το βάψιμο των χεριών, ενώ από την άγχουσα έφτιαχναν το κοκκινάδι για το βάψιμο του προσώπου. Μετά την απομάκρυνση της μάσκας από πλιγούρι την οποία κρατούσαν στο πρόσωπο όλη τη νύχτα και την αφαιρούσαν το πρωί με γάλα, έβαζαν άσπρη σκόνη από μόλυβδο, έπειτα ρουζ, σκιές για τα μάτια και τα φρύδια. Η περιποίηση των νυχιών στα χέρια και τα πόδια έπαιζε επίσης ένα σημαντικό ρόλο, καθώς μάλιστα δεν φοριόταν γυναικείες κάλτσες. Στην πυξίδα, το καλλυντικό αυτό αγγείο, έχουν βρεθεί ίχνη ρουζ, το οποίο στην πρώιμη ελληνική αρχαιότητα προέρχονταν από εκχυλίσματα διαφόρων φυτών, μεταξύ των οποίων τα φύκια, ένα είδος λειχήνας, αλλά και το εκχύλισμα από την πορφύρα. Αργότερα για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούνταν διάφορα ορυκτά, όπως η κιννάβαρις.
Οι βαφές των ματιών παράγονταν από γαληνίτη και subnite, αλλά ιδιαίτερη προτίμηση υπήρχε στη στάχτη, κυρίως αυτή που προέρχονταν από ψίχα καρυδιού, αμυγδάλου ή φύλλων τριαντάφυλλου. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι φρύδια που ενώνονται, αποτελούν ένδειξη μίας εκρηκτικής προσωπικότητας και έτσι κάτι τέτοιο διαμορφώνονταν μέσω του βαψίματος.
Στην Ελλάδα αυτές οι διαδικασίες ομορφιάς υλοποιούνταν βασικά από τους σκλάβους υπηρέτες του σπιτιού, αλλά με το πέρασμα των χρόνων, όσο η τρυφή και η πολυτέλεια αυξάνονταν, απαιτούνταν και ένα σύνολο σκλάβων ειδικών στις περιποιήσεις του είδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου